Σχεδόν όλες οι Μικρές Κυκλάδες ήταν κατοικημένες από την Προϊστορική Εποχή και αποτέλεσαν κέντρα του Κυκλαδικού Πολιτισμού, με σπουδαιότερο την Κέρο.
Τη Ρωμαϊκή Εποχή ορισμένα νησιά (Δονούσα) χρησίμευαν ως τόπος εξορίας, ενώ το Μεσαίωνα χρησιμοποιήθηκαν όλα από τους πειρατές ως καταφύγια.
Αργότερα η Σχοινούσα και η Ηρακλειά αποτέλεσαν ιδιοκτησία της ιδιοκτησία της Μονής Χοζοβιωτίσσης της Αμοργού, ενώ η Δονούσα και τα Κουφονήσια είχαν κατοικηθεί από Αμοργιανούς που καλλιεργούσαν τα χωράφια με ενοικίαση.
Δύο μεγάλες κρατικές απαλλοτριώσεις των μοναστηριακών περιουσιών, α) επί Πλαστήρα και β) 1986, επί Ανδρέα Παπανδρέου, αποτέλεσαν το τέλος δέσμευσης με την Αμοργό.
Από τις 28/11/1994 εντάχθηκαν στο συμβούλιο της περιοχής Νάξου (Συμβούλιο Περιοχής Νάξου και Μικρών Κυκλάδων).
Δονούσα
ή Ντονούσα, ή Ντενούσα ή Στενόζα ή Σπινόζα…Το όνομα του νησιού διατηρείται από τους αρχαίους χρόνους. Ο Βιργίλιος την αποκαλεί «viridem» από την άφθονη βλάστηση και το πράσινο μάρμαρο. Ο μύθος λέει ότι σ’ αυτό το νησί μετέφερε ο Διόνυσος την Αριάδνη από τη Νάξο, για να μην τη βρει ο Θησέας.

Τα πρώτα ίχνη κατοίκησης της Δονούσας ανήκουν στην Πρωτοκυκλαδική περίοδο (3η χιλιετία π.Χ.), όπως αποδεικνύουν οι δύο οικισμοί στις θέσεις Αχτιά των Αγριλιών και Μύτη του Τραχύλα. Όμως η μεγάλη ακμή του νησιού χρονολογείται στα Γεωμετρικά χρόνια (10ος-7ος αι. π.Χ.), όπως φαίνεται από τον οχυρωμένο οικισμό και το νεκροταφείο που βρέθηκε στο Βαθύ Λιμενάρι, στα ΝΑ του νησιού.
Για τις επόμενες περιόδους δεν διαθέτουμε πολλά στοιχεία. Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο η Δονούσα αναφέρεται ως τόπος εξορίας. Αργότερα έγινε κρησφύγετο πειρατών. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, το νησί κατοικείτο επί Τουρκοκρατίας: κάθε χρόνο ένα τουρκικό πλοίο προσάραζε στον όρμο της Καλοταρίτισσας, για να εισπράξει το «χαράτσι».
Στις αρχές του 19ου αι. ήταν τόπος θερινής διαμονής βοσκών από την Αιγιάλη της Αμοργού, οι οποίοι γύρω στο 1830 εγκαταστάθηκαν μόνιμα καλλιεργώντας τη γη ως ενοικιαστές. Στις αρχές του 20ού το νησί είχε γύρω στους 3.000 ανθρώπους. Πολλοί από αυτούς δούλευαν στα μεταλλεία (σίδερο, αλουμίνιο, χαλκός και άτσαχα) που λειτουργούσαν στον Κέδρο μέχρι και το 1938.
Η Δονούσα έγινε διεθνώς γνωστή στις αρχές του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου (1914) όταν κατέπλευσε εκεί το γερμανικό καταδρομικό «Γκαίμπεν», που καταδιωκόταν από τον αγγλικό στόλο. Η ανθράκευση (προμήθεια κάρβουνου) που κατάφερε να κάνει εκεί επέτρεψε στο «Γκαίμπεν» να πλεύσει στη συνέχεια προς τα Δαρδανέλια και να επιταχύνει την έξοδο της Τουρκίας στον πόλεμο υπέρ της Γερμανίας.
Η Δονούσα αποτέλεσε ξεχωριστή κοινότητα το 1929. Κατά τη διάρκεια του B΄ Παγκοσμίου πολέμου ήταν υπό ιταλική κατοχή, στο βυθό του Κέδρου διακρίνεται το ναυάγιο ενός γερμανικού πλοίου που βυθίστηκε από τους συμμάχους εκείνη την εποχή.
Μέχρι και τη δεκαετία του 1950 η βασική καλλιέργεια ήταν τα κρεμμύδια και τα καπνά.
Η δεκαετία του 1960 ήρθε στο νησί με φτώχεια, μετανάστευση, ερήμωση. Τα χέρια λιγόστεψαν και τα χωράφια ρήμαξαν. Λίγο πριν τον ηλεκτρισμό, γύρω στα 1980, έφτασαν και οι πρώτοι τουρίστες στο νησί. Μετά έγινε και το λιμάνι και η ζωή άλλαξε.

Kουφονήσια
Κατοικούνται αδιάλειπτα από την Προϊστορική ακόμα εποχή. Ανασκαφές στην περιοχή Επάνω Μύλοι αποκάλυψαν σημαντικά ευρήματα του Πρωτοκυκλαδικού Πολιτισμού. Ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα αυτής της περιόδου είναι ένα τηγανόσχημο αγγείο, με χαραγμένο επάνω του ένα εννεάκτινο αστέρι, το οποίο εκτίθενται στο μουσείο της Νάξου. Κατά την αρχαιότητα η θαλάσσια περιοχή μεταξύ του Επάνω και Κάτω Κουφονησιού και της Κέρου ήταν γνωστή στην Αρχαιότητα ως Κωφός λιμήν. Μια άλλη ανασκαφή στο νότιο άκρο του νησιού έφερε στο φως ευρήματα των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών Χρόνων.
Στη διάρκεια των αιώνων που ακολούθησαν τα Κουφονήσια υποτάχτηκαν στην κοινή μοίρα όλων των Κυκλάδων: άλλαξαν πολλές φορές χέρια ανάμεσα σε Λατίνους και Τούρκους και έγιναν το μήλο της έριδος για ποικιλώνυμους πειρατές. Οι κάτοικοι, άλλοτε από κατ’ ανάγκη και άλλοτε κατ’ επιλογή, συνέπρατταν τις περισσότερες φορές με τους πειρατές, που τα χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριο. Το 17ο αι., εξαιτίας των μεγάλων συγκρούσεων των Βενετών με τους Τούρκους οι Κουφονησιώτες βρέθηκαν αποκλεισμένοι και αντιμέτωποι με το φάσμα του λιμού.
Τα Κουφονήσια απελευθερώθηκαν από τους Τούρκους μαζί με τις υπόλοιπες Κυκλάδες το 1821 και το 1830 ενσωματώθηκαν στο νεοσύστατο Νεοελληνικό Κράτος. Το 1941 αρχικά ήταν υπό ιταλική διοίκηση. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943 πέρασαν σε γερμανική κατοχή μέχρι την απελευθέρωσή τους το 1944.
Έγιναν ξεχωριστή κοινότητα το 1964. Κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες η ενασχόληση των κατοίκων με την αλιεία εξασφαλίζει στο πάνω Κουφονήσι πληθυσμιακή σταθερότητα. Το 1985 έγινε η ηλεκτροδότηση του νησιού, ενώ την τελευταία δεκαετία η ολοένα αυξανόμενη τουριστική ανάπτυξη οδηγεί στην αύξηση των μόνιμων κατοίκων.

«Αυλητής»

«Αρπιστής»
Kέρος
Η ιστορία της Κέρου είναι αντιστρόφως ανάλογη με τη σημερινή εικόνα εγκατάλειψης και ερημιάς. Κατά την Προϊστορική Εποχή η Κέρος αποτέλεσε ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα του Κυκλαδικού Πολιτισμού. Μαζί με τον οικισμό και το νεκροταφείο της Χαλανδριανής της Σύρου καθόρισε την εξέλιξη της ώριμης φάσης του κυκλαδικού πολιτισμού, της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙ (2800-2300 π.Χ.), η οποία είναι γνωστή στη διεθνή βιβλιογραφία με τον όρο «φάση Κέρου-Σύρου». Πρόκειται για την πλουσιότερη από πλευράς ευρημάτων γνωστή θέση αυτής της περιόδου. Εδώ βρέθηκαν τα φημισμένα ειδώλια «Αρπιστής», «Αυλητής», «Προπίνων» και ποικιλία μαρμάρινων και πήλινων αντικειμένων που εκτίθενται στο αρχαιολογικό μουσείο της Αθήνας.
Όμως η σημασία της Κέρου κατά την Πρωτοκυκλαδική περίοδο αναδεικνύεται κυρίως μέσω του «Θησαυρού της Κέρου». Είναι ένα σύνολο εκατοντάδων αντικειμένων, που αποτελείται από μαρμάρινα ειδώλια, ακέραια και σε θραύσματα, μαρμάρινα και πήλινα σκεύη, λίθινα εργαλεία και μικροαντικείμενα, χωρίς να είναι γνωστή η ακριβής προέλευσή τους. Πρόκειται για προϊόντα αρχαιοκαπηλίας, που εξήχθησαν παράνομα από την Ελλάδα κατά τη δεκαετία του ’50 και κοσμούσαν διάφορα μουσεία ανά τον κόσμο. Σήμερα μέρος του «Θησαυρού» έχει επαναπατριστεί και βρίσκεται στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης στην Αθήνα.
Γύρω από το «Θησαυρό της Κέρου», δημιουργήθηκαν πολλοί θρύλοι και ιστορίες. Μια από αυτές είναι ότι η Κέρος ήταν το ιερό νησί των Κυκλάδων και όχι η Δήλος όπως πιστεύεται μέχρι σήμερα. Κατά μία εκδοχή ταυτίζεται με την «Αστερία», το νησί που κατά τη μυθολογία γεννήθηκαν οι αρχαίοι θεοί Απόλλων και Άρτεμις – και όχι στη Δήλο, όπως γενικά πιστεύεται.
Δυστυχώς, η βίαιη αρπαγή του «Θησαυρού» από τους αρχαιοκάπηλους και η άτεχνη αφαίρεσή του από το φυσικό του περιβάλλον δυσκόλεψε την έρευνα και συνέτεινε στο αίνιγμα της Κέρου. Τέθηκε μια σειρά από ερωτήματα: Ποιος ήταν ο ρόλος αυτών των αντικειμένων και σε τι εξυπηρετούσαν; Πώς βρέθηκαν συγκεντρωμένα σε ένα τόσο μικρό νησί και ποια ήταν η λειτουργία του χώρου στον οποίο αποκαλύφθηκαν;
Ανασκαφές που διενεργήθηκαν στην Κέρο υπό την αιγίδα των αρχαιολόγων Χρήστου Ντούμα και Φωτεινής Ζαφειροπούλου, προσπάθησαν να φωτίσουν την υπόθεση. Θεωρήθηκε ότι κατά πάσα πιθανότητα τα πρωτοκυκλαδικά ευρήματα προέρχονται από την περιοχή «Kάβος», στη δυτική πλευρά του νησιού απέναντι από τη νησίδα Δασκαλειό. Η ερμηνεία της θέσης αυτής είναι δύσκολη, καθώς δεν φαίνεται να πρόκειται για οικισμό, νεκροταφείο ή εργαστήριο. Η πλέον επικρατούσα άποψη (C. Renfrew) είναι ότι πρέπει να ήταν τέμενος, όπου στο πλαίσιο κάποιας τελετουργίας τοποθετούσαν σκόπιμα θραυσμένα αντικείμενα συμβολικού χαρακτήρα. Στη συνέχεια ο εντοπισμός εκτεταμένου οχυρωμένου οικισμού και νεκροταφείου επάνω στη νησίδα Δασκαλειό, που στην Αρχαιότητα ήταν ενωμένη με την ακτή, οδήγησε τον καθηγητή Χρ. Ντούμα στην υπόθεση ότι η Κέρος ήταν το ιερό νησί των Κυκλάδων, η πύλη του Κάτω Κόσμου, όπου όλα τα γειτονικά νησιά τοποθετούσαν τα οστά των νεκρών τους.
Για τις επόμενες ιστορικές περιόδους διαθέτουμε ακόμη λιγότερες πληροφορίες. Κατά την αρχαιότητα, το νησί ονομαζόταν Κέρια ή Κερία. Προφανώς, έλαβε μέρος στους Περσικούς Πολέμους και στη συνέχεια αποτέλεσε μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας. Το 425 π.Χ. αναφέρεται σε έναν κατάλογο φορολογουμένων της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Ορεινή, άγονη και χωρίς δυνατότητες εύκολης πρόσβασης, η Κέρος με το πέρασμα των χρόνων ερήμωσε. Κατά το Μεσαίωνα ενδεχομένως αποτέλεσε βάση και κρησφύγετο των πειρατών, όπως και όλο το σύμπλεγμα των Μικρών Ανατολικών Κυκλάδων. Ως το 1952 ήταν στην ιδιοκτησία της μονής της Παναγίας Χοζοβιώτισσας της Αμοργού και στη συνεχεία περιήλθε στη Γεωργική Υπηρεσία, η οποία την παραχώρησε στους βοσκούς.
Σχοινούσα

Για το απώτερο ιστορικό της Σχοινούσας παρελθόν σχεδόν τίποτα δεν μας είναι γνωστό. Ένα μαρμάρινο νεολιθικό ειδώλιο που βρέθηκε αποτελεί ένδειξη ότι το νησί κατοικούνταν από την Προϊστορική Εποχή. Φαίνεται ότι διατήρησε το όνομά της από την αρχαιότητα, αν δεχτούμε τη φωνητική σύμπτωση με την αρχαία Εχινούσα. Σύμφωνα με την παράδοση το όνομά της το χρωστά στο θαμνώδες φυτό σχίνο που ευδοκιμεί σε όλο το νησί. Υπάρχει όμως και μια άλλη εκδοχή σύμφωνα με την οποία πήρε το όνομά της από τον Ενετό άρχοντα Σχινόζα.
Στη θέση Τσιγκούρι διακρίνονται λείψανα ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου και σε πολλά σημεία του νησιού αφθονούν όστρακα ελληνικά και ρωμαϊκά. Κατά τη Βυζαντινή εποχή η Σχοινούσα γνώρισε να είναι γνωστό ποιος χωροδεσπότης την είχε υπό την σημαντική εμπορική δραστηριότητα, σύμφωνα με τα άφθονα βυζαντινά κεραμικά ευρήματα. Στις θέσεις Τσιγκούρι, Άγιος Βασίλειος και Προφήτης Ηλίας διακρίνονται λείψανα παλαιοχριστιανικών βασιλικών.

Το Μεσαίωνα κατακτήθηκε από τους βενετούς, χωρίς κυριότητά του. Σώζεται ένα Μεσαιωνικό Κάστρο και ένας Φράγκικος Πύργος. Η Σχοινούσα δεχόταν πολλές επιδρομές από τους πειρατές, γι’ αυτό οι κάτοικοι έχτισαν το χωριό σε ύψωμα. Ούτε όμως και με αυτόν τον τρόπο δεν απέφυγαν τις λεηλασίες και το νησί ερημώθηκε από κατοίκους πολλές φορές.
Φαίνεται ότι οι τελευταίοι κάτοικοί της Σχοινούσας κατάγονταν από την Αμοργό και εγκαταστάθηκαν στο νησί γύρω στο 1840. Πολλές μαρτυρίες υπάρχουν από τους γέρους Σχοινουσιώτες ότι ολόκληρο το νησί ήταν ιδιοκτησία της Μονής Χοζοβιωτίσσης και την καλλιεργούσαν κολλήγοι, κυρίως Αμοργιανοί. Με την απελευθέρωση από τους Τούρκους υπάγεται στην αρχή στο Δήμο Αμοργού (1828), αργότερα στην Κοινότητα Καταπόλων Αμοργού (1912), ενώ μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αποτέλεσε ξεχωριστή κοινότητα που υπάγεται στην επαρχία Νάξου.
Στα 1899 ιδρύθηκε το Δημοτικό Σχολείο. Στα 1957 έγινε η πρώτη τηλεφωνική σύνδεση με Νάξο (με χειροκίνητο τηλέφωνο). Στα 1965 άρχισε να φτιάχνεται η πρώτη προβλήτα στο Μερσίνι, ενώ ο Φάρος τοποθετήθηκε στα 1968. Το νησί ηλεκτροδοτήθηκε στα 1983.
Ηρακλειά

Οι ντόπιοι την καλούν Αρακλειά. Οι πληροφορίες που υπάρχουν για το νησί είναι λίγες, αλλά σε συνδυασμό με τα αρχαιολογικά δεδομένα μπορούμε να σχηματίσουμε μια γενική εικόνα για την ιστορική του πορεία. Στις θέσεις Κάμπος Αγίου Αθανασίου και Άγιος Μάμας σώζονται δύο μικροί οικισμοί της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου (3η χιλιετία π.Χ.). Η Ηρακλειά κατά την Αρχαιότητα σύμφωνα με τον Πλίνιο ονομαζόταν Όνος, λόγω της ομοιότητας του φυσικού της σχήματος.
Στη θέση Κάστρο, στο Λιβάδι, σώζονται ερείπια οχυρωμένου χώρου της Ελληνιστικής περιόδου (4ος-2ος αι. π.Χ.), στο εσωτερικό του οποίου βρισκόταν Ναός του Δία και Ιερό της θεάς Τύχης (Τυχαίο). Τόσο στην περιοχή αυτή, όσο και με διάσπαρτα ευρήματα σε πολλά σημεία του νησιού διακρίνονται ίχνη πολλών και διαδοχικών περιόδων των ιστορικών χρόνων (Ελληνιστική, Ρωμαϊκή).
Μυστήριο αποτελούν οι δείκτες - «μπούσουλες» της Ηρακλειάς. Πρόκειται για σημάδια που βρίσκονται διάσπαρτα στα βράχια στην περιοχή από Άγιο Γεώργιο μέχρι Άγιο Αθανάσιο. Κατά την επικρατέστερη εκδοχή αποτελούσαν σημεία προσανατολισμού κατά την αρχαιότητα. Η συστηματική αρχαιολογική έρευνα αναμένεται να φωτίσει περισσότερο την προέλευσή τους.
Κατά την Τουρκοκρατία, οι κλειστοί και δυσπρόσιτοι ορμίσκοι του νησιού αποτέλεσαν ιδανικά κρησφύγετα πειρατών που λυμαίνονταν το Αιγαίο. Όπως και η Σχοινούσα, αποτέλεσε ιδιοκτησία της Μονής Χοζοβιώτισσας της Αμοργού.
Η Ηρακλειά έγινε αυτοτελής κοινότητα το 1929. Το 1941 αρχικά εντάχθηκε στην ιταλική διοίκηση, ενώ μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, το 1943, γνώρισε τη γερμανική κατοχή ως την απελευθέρωσή της, το 1944. Σήμερα υπάγεται διοικητικά στο επαρχείο Νάξου.

Τη Ρωμαϊκή Εποχή ορισμένα νησιά (Δονούσα) χρησίμευαν ως τόπος εξορίας, ενώ το Μεσαίωνα χρησιμοποιήθηκαν όλα από τους πειρατές ως καταφύγια.
Αργότερα η Σχοινούσα και η Ηρακλειά αποτέλεσαν ιδιοκτησία της ιδιοκτησία της Μονής Χοζοβιωτίσσης της Αμοργού, ενώ η Δονούσα και τα Κουφονήσια είχαν κατοικηθεί από Αμοργιανούς που καλλιεργούσαν τα χωράφια με ενοικίαση.
Δύο μεγάλες κρατικές απαλλοτριώσεις των μοναστηριακών περιουσιών, α) επί Πλαστήρα και β) 1986, επί Ανδρέα Παπανδρέου, αποτέλεσαν το τέλος δέσμευσης με την Αμοργό.
Από τις 28/11/1994 εντάχθηκαν στο συμβούλιο της περιοχής Νάξου (Συμβούλιο Περιοχής Νάξου και Μικρών Κυκλάδων).
Δονούσα
ή Ντονούσα, ή Ντενούσα ή Στενόζα ή Σπινόζα…Το όνομα του νησιού διατηρείται από τους αρχαίους χρόνους. Ο Βιργίλιος την αποκαλεί «viridem» από την άφθονη βλάστηση και το πράσινο μάρμαρο. Ο μύθος λέει ότι σ’ αυτό το νησί μετέφερε ο Διόνυσος την Αριάδνη από τη Νάξο, για να μην τη βρει ο Θησέας.

Για τις επόμενες περιόδους δεν διαθέτουμε πολλά στοιχεία. Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο η Δονούσα αναφέρεται ως τόπος εξορίας. Αργότερα έγινε κρησφύγετο πειρατών. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, το νησί κατοικείτο επί Τουρκοκρατίας: κάθε χρόνο ένα τουρκικό πλοίο προσάραζε στον όρμο της Καλοταρίτισσας, για να εισπράξει το «χαράτσι».
Στις αρχές του 19ου αι. ήταν τόπος θερινής διαμονής βοσκών από την Αιγιάλη της Αμοργού, οι οποίοι γύρω στο 1830 εγκαταστάθηκαν μόνιμα καλλιεργώντας τη γη ως ενοικιαστές. Στις αρχές του 20ού το νησί είχε γύρω στους 3.000 ανθρώπους. Πολλοί από αυτούς δούλευαν στα μεταλλεία (σίδερο, αλουμίνιο, χαλκός και άτσαχα) που λειτουργούσαν στον Κέδρο μέχρι και το 1938.
Η Δονούσα έγινε διεθνώς γνωστή στις αρχές του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου (1914) όταν κατέπλευσε εκεί το γερμανικό καταδρομικό «Γκαίμπεν», που καταδιωκόταν από τον αγγλικό στόλο. Η ανθράκευση (προμήθεια κάρβουνου) που κατάφερε να κάνει εκεί επέτρεψε στο «Γκαίμπεν» να πλεύσει στη συνέχεια προς τα Δαρδανέλια και να επιταχύνει την έξοδο της Τουρκίας στον πόλεμο υπέρ της Γερμανίας.
Η Δονούσα αποτέλεσε ξεχωριστή κοινότητα το 1929. Κατά τη διάρκεια του B΄ Παγκοσμίου πολέμου ήταν υπό ιταλική κατοχή, στο βυθό του Κέδρου διακρίνεται το ναυάγιο ενός γερμανικού πλοίου που βυθίστηκε από τους συμμάχους εκείνη την εποχή.
Μέχρι και τη δεκαετία του 1950 η βασική καλλιέργεια ήταν τα κρεμμύδια και τα καπνά.
Η δεκαετία του 1960 ήρθε στο νησί με φτώχεια, μετανάστευση, ερήμωση. Τα χέρια λιγόστεψαν και τα χωράφια ρήμαξαν. Λίγο πριν τον ηλεκτρισμό, γύρω στα 1980, έφτασαν και οι πρώτοι τουρίστες στο νησί. Μετά έγινε και το λιμάνι και η ζωή άλλαξε.

Kουφονήσια
Κατοικούνται αδιάλειπτα από την Προϊστορική ακόμα εποχή. Ανασκαφές στην περιοχή Επάνω Μύλοι αποκάλυψαν σημαντικά ευρήματα του Πρωτοκυκλαδικού Πολιτισμού. Ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα αυτής της περιόδου είναι ένα τηγανόσχημο αγγείο, με χαραγμένο επάνω του ένα εννεάκτινο αστέρι, το οποίο εκτίθενται στο μουσείο της Νάξου. Κατά την αρχαιότητα η θαλάσσια περιοχή μεταξύ του Επάνω και Κάτω Κουφονησιού και της Κέρου ήταν γνωστή στην Αρχαιότητα ως Κωφός λιμήν. Μια άλλη ανασκαφή στο νότιο άκρο του νησιού έφερε στο φως ευρήματα των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών Χρόνων.
Στη διάρκεια των αιώνων που ακολούθησαν τα Κουφονήσια υποτάχτηκαν στην κοινή μοίρα όλων των Κυκλάδων: άλλαξαν πολλές φορές χέρια ανάμεσα σε Λατίνους και Τούρκους και έγιναν το μήλο της έριδος για ποικιλώνυμους πειρατές. Οι κάτοικοι, άλλοτε από κατ’ ανάγκη και άλλοτε κατ’ επιλογή, συνέπρατταν τις περισσότερες φορές με τους πειρατές, που τα χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριο. Το 17ο αι., εξαιτίας των μεγάλων συγκρούσεων των Βενετών με τους Τούρκους οι Κουφονησιώτες βρέθηκαν αποκλεισμένοι και αντιμέτωποι με το φάσμα του λιμού.
Τα Κουφονήσια απελευθερώθηκαν από τους Τούρκους μαζί με τις υπόλοιπες Κυκλάδες το 1821 και το 1830 ενσωματώθηκαν στο νεοσύστατο Νεοελληνικό Κράτος. Το 1941 αρχικά ήταν υπό ιταλική διοίκηση. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943 πέρασαν σε γερμανική κατοχή μέχρι την απελευθέρωσή τους το 1944.
Έγιναν ξεχωριστή κοινότητα το 1964. Κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες η ενασχόληση των κατοίκων με την αλιεία εξασφαλίζει στο πάνω Κουφονήσι πληθυσμιακή σταθερότητα. Το 1985 έγινε η ηλεκτροδότηση του νησιού, ενώ την τελευταία δεκαετία η ολοένα αυξανόμενη τουριστική ανάπτυξη οδηγεί στην αύξηση των μόνιμων κατοίκων.

«Αυλητής»

«Αρπιστής»
Kέρος
Η ιστορία της Κέρου είναι αντιστρόφως ανάλογη με τη σημερινή εικόνα εγκατάλειψης και ερημιάς. Κατά την Προϊστορική Εποχή η Κέρος αποτέλεσε ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα του Κυκλαδικού Πολιτισμού. Μαζί με τον οικισμό και το νεκροταφείο της Χαλανδριανής της Σύρου καθόρισε την εξέλιξη της ώριμης φάσης του κυκλαδικού πολιτισμού, της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙ (2800-2300 π.Χ.), η οποία είναι γνωστή στη διεθνή βιβλιογραφία με τον όρο «φάση Κέρου-Σύρου». Πρόκειται για την πλουσιότερη από πλευράς ευρημάτων γνωστή θέση αυτής της περιόδου. Εδώ βρέθηκαν τα φημισμένα ειδώλια «Αρπιστής», «Αυλητής», «Προπίνων» και ποικιλία μαρμάρινων και πήλινων αντικειμένων που εκτίθενται στο αρχαιολογικό μουσείο της Αθήνας.
Όμως η σημασία της Κέρου κατά την Πρωτοκυκλαδική περίοδο αναδεικνύεται κυρίως μέσω του «Θησαυρού της Κέρου». Είναι ένα σύνολο εκατοντάδων αντικειμένων, που αποτελείται από μαρμάρινα ειδώλια, ακέραια και σε θραύσματα, μαρμάρινα και πήλινα σκεύη, λίθινα εργαλεία και μικροαντικείμενα, χωρίς να είναι γνωστή η ακριβής προέλευσή τους. Πρόκειται για προϊόντα αρχαιοκαπηλίας, που εξήχθησαν παράνομα από την Ελλάδα κατά τη δεκαετία του ’50 και κοσμούσαν διάφορα μουσεία ανά τον κόσμο. Σήμερα μέρος του «Θησαυρού» έχει επαναπατριστεί και βρίσκεται στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης στην Αθήνα.
![]() |
Πρόχοι – Πρωτοκυκλαδική Περίοδος (2800-2300 π.Χ.) |
Δυστυχώς, η βίαιη αρπαγή του «Θησαυρού» από τους αρχαιοκάπηλους και η άτεχνη αφαίρεσή του από το φυσικό του περιβάλλον δυσκόλεψε την έρευνα και συνέτεινε στο αίνιγμα της Κέρου. Τέθηκε μια σειρά από ερωτήματα: Ποιος ήταν ο ρόλος αυτών των αντικειμένων και σε τι εξυπηρετούσαν; Πώς βρέθηκαν συγκεντρωμένα σε ένα τόσο μικρό νησί και ποια ήταν η λειτουργία του χώρου στον οποίο αποκαλύφθηκαν;
Ανασκαφές που διενεργήθηκαν στην Κέρο υπό την αιγίδα των αρχαιολόγων Χρήστου Ντούμα και Φωτεινής Ζαφειροπούλου, προσπάθησαν να φωτίσουν την υπόθεση. Θεωρήθηκε ότι κατά πάσα πιθανότητα τα πρωτοκυκλαδικά ευρήματα προέρχονται από την περιοχή «Kάβος», στη δυτική πλευρά του νησιού απέναντι από τη νησίδα Δασκαλειό. Η ερμηνεία της θέσης αυτής είναι δύσκολη, καθώς δεν φαίνεται να πρόκειται για οικισμό, νεκροταφείο ή εργαστήριο. Η πλέον επικρατούσα άποψη (C. Renfrew) είναι ότι πρέπει να ήταν τέμενος, όπου στο πλαίσιο κάποιας τελετουργίας τοποθετούσαν σκόπιμα θραυσμένα αντικείμενα συμβολικού χαρακτήρα. Στη συνέχεια ο εντοπισμός εκτεταμένου οχυρωμένου οικισμού και νεκροταφείου επάνω στη νησίδα Δασκαλειό, που στην Αρχαιότητα ήταν ενωμένη με την ακτή, οδήγησε τον καθηγητή Χρ. Ντούμα στην υπόθεση ότι η Κέρος ήταν το ιερό νησί των Κυκλάδων, η πύλη του Κάτω Κόσμου, όπου όλα τα γειτονικά νησιά τοποθετούσαν τα οστά των νεκρών τους.
Για τις επόμενες ιστορικές περιόδους διαθέτουμε ακόμη λιγότερες πληροφορίες. Κατά την αρχαιότητα, το νησί ονομαζόταν Κέρια ή Κερία. Προφανώς, έλαβε μέρος στους Περσικούς Πολέμους και στη συνέχεια αποτέλεσε μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας. Το 425 π.Χ. αναφέρεται σε έναν κατάλογο φορολογουμένων της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Ορεινή, άγονη και χωρίς δυνατότητες εύκολης πρόσβασης, η Κέρος με το πέρασμα των χρόνων ερήμωσε. Κατά το Μεσαίωνα ενδεχομένως αποτέλεσε βάση και κρησφύγετο των πειρατών, όπως και όλο το σύμπλεγμα των Μικρών Ανατολικών Κυκλάδων. Ως το 1952 ήταν στην ιδιοκτησία της μονής της Παναγίας Χοζοβιώτισσας της Αμοργού και στη συνεχεία περιήλθε στη Γεωργική Υπηρεσία, η οποία την παραχώρησε στους βοσκούς.
Σχοινούσα

Για το απώτερο ιστορικό της Σχοινούσας παρελθόν σχεδόν τίποτα δεν μας είναι γνωστό. Ένα μαρμάρινο νεολιθικό ειδώλιο που βρέθηκε αποτελεί ένδειξη ότι το νησί κατοικούνταν από την Προϊστορική Εποχή. Φαίνεται ότι διατήρησε το όνομά της από την αρχαιότητα, αν δεχτούμε τη φωνητική σύμπτωση με την αρχαία Εχινούσα. Σύμφωνα με την παράδοση το όνομά της το χρωστά στο θαμνώδες φυτό σχίνο που ευδοκιμεί σε όλο το νησί. Υπάρχει όμως και μια άλλη εκδοχή σύμφωνα με την οποία πήρε το όνομά της από τον Ενετό άρχοντα Σχινόζα.
Στη θέση Τσιγκούρι διακρίνονται λείψανα ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου και σε πολλά σημεία του νησιού αφθονούν όστρακα ελληνικά και ρωμαϊκά. Κατά τη Βυζαντινή εποχή η Σχοινούσα γνώρισε να είναι γνωστό ποιος χωροδεσπότης την είχε υπό την σημαντική εμπορική δραστηριότητα, σύμφωνα με τα άφθονα βυζαντινά κεραμικά ευρήματα. Στις θέσεις Τσιγκούρι, Άγιος Βασίλειος και Προφήτης Ηλίας διακρίνονται λείψανα παλαιοχριστιανικών βασιλικών.

Το Μεσαίωνα κατακτήθηκε από τους βενετούς, χωρίς κυριότητά του. Σώζεται ένα Μεσαιωνικό Κάστρο και ένας Φράγκικος Πύργος. Η Σχοινούσα δεχόταν πολλές επιδρομές από τους πειρατές, γι’ αυτό οι κάτοικοι έχτισαν το χωριό σε ύψωμα. Ούτε όμως και με αυτόν τον τρόπο δεν απέφυγαν τις λεηλασίες και το νησί ερημώθηκε από κατοίκους πολλές φορές.
Φαίνεται ότι οι τελευταίοι κάτοικοί της Σχοινούσας κατάγονταν από την Αμοργό και εγκαταστάθηκαν στο νησί γύρω στο 1840. Πολλές μαρτυρίες υπάρχουν από τους γέρους Σχοινουσιώτες ότι ολόκληρο το νησί ήταν ιδιοκτησία της Μονής Χοζοβιωτίσσης και την καλλιεργούσαν κολλήγοι, κυρίως Αμοργιανοί. Με την απελευθέρωση από τους Τούρκους υπάγεται στην αρχή στο Δήμο Αμοργού (1828), αργότερα στην Κοινότητα Καταπόλων Αμοργού (1912), ενώ μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αποτέλεσε ξεχωριστή κοινότητα που υπάγεται στην επαρχία Νάξου.
Στα 1899 ιδρύθηκε το Δημοτικό Σχολείο. Στα 1957 έγινε η πρώτη τηλεφωνική σύνδεση με Νάξο (με χειροκίνητο τηλέφωνο). Στα 1965 άρχισε να φτιάχνεται η πρώτη προβλήτα στο Μερσίνι, ενώ ο Φάρος τοποθετήθηκε στα 1968. Το νησί ηλεκτροδοτήθηκε στα 1983.
Ηρακλειά

Οι ντόπιοι την καλούν Αρακλειά. Οι πληροφορίες που υπάρχουν για το νησί είναι λίγες, αλλά σε συνδυασμό με τα αρχαιολογικά δεδομένα μπορούμε να σχηματίσουμε μια γενική εικόνα για την ιστορική του πορεία. Στις θέσεις Κάμπος Αγίου Αθανασίου και Άγιος Μάμας σώζονται δύο μικροί οικισμοί της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου (3η χιλιετία π.Χ.). Η Ηρακλειά κατά την Αρχαιότητα σύμφωνα με τον Πλίνιο ονομαζόταν Όνος, λόγω της ομοιότητας του φυσικού της σχήματος.
Στη θέση Κάστρο, στο Λιβάδι, σώζονται ερείπια οχυρωμένου χώρου της Ελληνιστικής περιόδου (4ος-2ος αι. π.Χ.), στο εσωτερικό του οποίου βρισκόταν Ναός του Δία και Ιερό της θεάς Τύχης (Τυχαίο). Τόσο στην περιοχή αυτή, όσο και με διάσπαρτα ευρήματα σε πολλά σημεία του νησιού διακρίνονται ίχνη πολλών και διαδοχικών περιόδων των ιστορικών χρόνων (Ελληνιστική, Ρωμαϊκή).
Μυστήριο αποτελούν οι δείκτες - «μπούσουλες» της Ηρακλειάς. Πρόκειται για σημάδια που βρίσκονται διάσπαρτα στα βράχια στην περιοχή από Άγιο Γεώργιο μέχρι Άγιο Αθανάσιο. Κατά την επικρατέστερη εκδοχή αποτελούσαν σημεία προσανατολισμού κατά την αρχαιότητα. Η συστηματική αρχαιολογική έρευνα αναμένεται να φωτίσει περισσότερο την προέλευσή τους.
Κατά την Τουρκοκρατία, οι κλειστοί και δυσπρόσιτοι ορμίσκοι του νησιού αποτέλεσαν ιδανικά κρησφύγετα πειρατών που λυμαίνονταν το Αιγαίο. Όπως και η Σχοινούσα, αποτέλεσε ιδιοκτησία της Μονής Χοζοβιώτισσας της Αμοργού.
Η Ηρακλειά έγινε αυτοτελής κοινότητα το 1929. Το 1941 αρχικά εντάχθηκε στην ιταλική διοίκηση, ενώ μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, το 1943, γνώρισε τη γερμανική κατοχή ως την απελευθέρωσή της, το 1944. Σήμερα υπάγεται διοικητικά στο επαρχείο Νάξου.

http://www.smallcyclades.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου